- τολμηρότατος
- τολμηρόςhardihoodmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολακικός — κολακικός, ή, όν (Α) [κόλαξ] 1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη) η κολακεία. επίρρ... κολακικώς (AM) κολακευτικώς … Dictionary of Greek
πάντολμος — η, ο / πάντολμος, ον, ΝΜΑ αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος μσν. αρχ. αυθάδης, αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ τολμος] … Dictionary of Greek
Μπαρμπαρόσα ή Βαρβαρόσας — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί δύο αδελφοί πειρατές, καταγόμενοι από τη Λέσβο, οι οποίοι κυριάρχησαν στις αλγερινές ακτές τον 16o αι. Ο πρώτος από αυτούς, Χορούκ, αφού έσπειρε τον τρόμο σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο με τις πειρατικές του επιχειρήσεις,… … Dictionary of Greek